μπαϊπάς

μπαϊπάς
το
άκλ. ιατρ. παρακαμπτήρια οδός τής κυκλοφορίας τού αίματος με χειρουργική τοποθέτηση μοσχεύματος, τού οποίου τα άκρα αναστομώνονται ψηλότερα και χαμηλότερα από το σημείο στένωσης ή απόφραξης αιμοφόρου αγγείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. by pass].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”